- ξυλοποιός
- ξῠλο-ποιός, όν,A for carpentry,
ἐργαστήριον BGU1053.49
(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐργαστήριον BGU1053.49
(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοποιός — ξυλοποιός, όν (Α) (για τόπο ή οικοδομή) κατάλληλος για κατεργασία ξύλων, αυτός όπου γίνεται κατεργασία ξύλων … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek